- πεισμάτιος
- πεισμ-άτιος [pron. full] [ᾰ], η, ον,A busied with cables, epith. of Rhea, Orph.A.628.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεισμάτιος — ίη, ον, [πείσμα, ατος (II)] (ποιητ. τ.) (ως επίθ. τής Ρέας) αυτή που ασχολείται με τα καραβόσχοινα, αυτή που λύνει ή δένει τα καραβόσχοινα … Dictionary of Greek
πεισματίην — πεισμάτιος busied with cables fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)